Για την 8η Μάρτη
Κάθε χρόνο ως συνέλευση, επιλέγουμε μέσα στο Μάρτιο να αρθρώνουμε λόγο, να κάνουμε εκδηλώσεις-συζητήσεις-δράσεις σχετικά με την 8η Μάρτη και τους αγώνες των γυναικών και της queer κοινότητας. Θεωρούμε την 8η Μάρτη, πολύ σημαντική, μια ημερομηνία ορόσημο, που καταμετρά δύο εξεγέρσεις γυναικών διεθνώς (1857 και 1908). Και για εμάς, όσο και αν επιχειρείται να διαστρεβλωθεί και να απονοηματοδοτηθεί από την εξουσία και το σύστημα, αποτελεί μια μέρα μνήμης των αγώνων, αλλά και κίνητρο για τους αγώνες του παρόντος και του μέλλοντος – για τη γυναικεία χειραφέτηση, την ενδυνάμωση και αλληλεγγύη, για τον γυναικείο αυτοκαθορισμό.
Αγώνες που θέλουμε να είναι συλλογικοί, αυτοοργανωμένοι, ριζοσπαστικοί στους χώρους της δουλειάς, τα σχολεία, τις σχολές, το σπίτι, τον δρόμο. Που να αμφισβητούν έμπρακτα την πατριαρχία και όποιον «ρόλο» και «θέση» της γυναίκας πηγάζει από αυτήν, ενάντια σε κάθε είδους τρανσφοβικό, ρατσιστικό, μισογύνικο λόγο. Αγώνες που θεωρούμε ότι είναι πιο επίκαιροι, επιτακτικοί και αναγκαίοι από ποτέ, όταν βλέπουμε τις γυναικοκτονίες, τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις, τις κακοποιητικές συμπεριφορές, τους βιασμούς, να αποτελούν σχεδόν καθημερινό γεγονός. Όταν βλέπουμε το κράτος να ψηφίζει δήθεν προοδευτικούς νόμους θέλοντας να «προωθήσει την ισότητα των φύλων» ενώ στην ουσία το μόνο που θέλει είναι να καθορίσει τον τρόπο που θα ζούμε και θα συσχετιζόμαστε και να προωθήσει την νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά πολιτική, ενισχύοντας ταυτόχρονα τον σεξισμό, το έμφυλο μίσος, πυκνώνοντας τα σκοτάδια της πατριαρχίας, του ρατσισμού και του φασισμού.
Αγώνες που είναι επιτακτικοί, όταν βλέπουμε το κράτος και την αστική δικαιοσύνη – το ταξικό πρόσημο της οποία είναι πιο έκδηλο από ποτέ- να προστατεύουν ή να ενθαρρύνουν βιαστές, να «ρίχνουν στα μαλακά» παιδοβιαστές, γυναικοκτόνους και κακοποιητές (όπως πήγε να γίνει με τον παιδοβιαστή Μίχο), να συγκαλύπτουν κυκλώματα μαστροπείας. Είναι αναγκαίοι, όταν βλέπουμε το κράτος να δείχνει τα δόντια του σε όσες και όσους ορθώνουν τη φωνή τους και αντιστέκονται -όπως χαρακτηριστικά γινόταν, τόσο με την μητέρα της 12χρονης από τον Κολωνό εδώ και ενάμισι περίπου χρόνο, όσο και με την κατηγορία της 19χρονης επιζώσας trafficking από την Ηλιούπολη, ως σεξεργάτρια χωρίς χαρτιά. Και είμαστε σίγουρες ότι και με την ψήφιση του νέου ποινικού κώδικα, η καταστολή ενάντια στις καταπιεσμένες και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, θα ενταθεί ακόμα περισσότερο.
Φέτος ως συνέλευση, στο πλαίσιο της 8ης Μάρτη, αποφασίσαμε να κάνουμε ένα καφενείο με τη δημιουργία φεμινιστικού στένσιλ (link). Το εργαστήρι είχε προγραμματισθεί για τις 14 Μάρτη, ωστόσο μεταφέρθηκε στις 28 Μάρτη – καθώς θεωρήσαμε πολύ σημαντική την ύπαρξη, συμμετοχή και στήριξή μας στην πορεία που καλέστηκε για την 12χρονη επιζώσα από τον Κολωνό, μετά την ανακοίνωση της πρότασης της εισαγγελέως για καταδίκη της μητέρας και ουσιαστικά αθώωσης του παιδοβιαστή Μίχου.
Η δεύτερη εκδήλωση που επιλέξαμε, είναι η παρουσίαση του βιβλίου “Συνεντεύξεις με Ριζοσπάστριες Παλαιστίνιες Γυναίκες” από τις εκδόσεις Καμιονέτα.
1. Γιατί όμως αυτό το βιβλίο
Επιλέξαμε το συγκεκριμένο βιβλίο, ως ελάχιστη ένδειξη αλληλεγγύης και ορατότητας στους αγώνες των Παλαιστίνιων γυναικών που αγωνίζονται, για την ίδια τη ζωή, τη γη, την ελευθερία τους, όχι μόνο αυτήν την ζοφερή περίοδο – που συντελείται η μεγαλύτερη ίσως γενοκτονία – αλλά και ανά τα χρόνια, που αγωνίζονται καθημερινά ενάντια τόσο στην ισραηλινή κατοχή, αλλά – όπως αναφέρεται και στον πρόλογο των εκδόσεων Καμιονέτα, αλλά και στην εισαγωγή από την κολεκτίβα Shoal – και ενάντια στις “θρησκευτικές, παραδοσιακές, έμφυλες, κεφαλαιοκρατικές και κρατικές εξουσίες”. Αγώνες που επισκιάζονται από τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στην κατοχή και “μερικές φορές, αυτό μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στο να τις βλέπουμε ως συντρόφισσες στους κοινούς αγώνες για έναν καλύτερο κόσμο, κόντρα στον απολυταρχισμό, τη λευκή υπεροχή, την πατριαρχία, τον καπιταλισμό και τον κρατικό έλεγχο, ως συντρόφισσες στον παγκόσμιο αγώνας μας για ελευθερία“. Όπως άλλωστε γίνεται και με πολλούς άλλους αγώνες, όπως για παράδειγμα των Κουρδισσών και των Ζαπατίστας. Συνέχεια →