Είμαστε εργαζόμενοι με μισθούς ψίχουλα, άνεργες χωρίς επιδόματα, σαλταρισμένες από το βάρος του εγκλεισμού, υγειονομικοί στα πρόθυρα κατάρρευσης, ασθενείς πνιγμένοι στην αναμονή των επειγόντων και την αναζήτηση -σε βάθος μηνών- ενός τακτικού ραντεβού. Είμαστε αποκλεισμένες από προγραμματισμένα χειρουργεία, ραντεβού και βασικές υπηρεσίες υγείας. Κι αυτό, λόγω της μετατροπής του συστήματος υγείας σε σύστημα μιας νόσου, και των πρωτοβάθμιων δομών υγείας σε εμβολιαστικά κέντρα.
Δεν γνωριζόμαστε όλοι και όλες μεταξύ μας αλλά δεν είμαστε και άγνωστοι. Έχουμε συναντηθεί στο παρελθόν σε γειτονιές και εργασιακούς χώρους, σε τοπικούς αγώνες για το περιβάλλον, σε κινητοποιήσεις για τα δεδουλευμένα μας, σε κινήσεις ενάντια στην έμφυλη καταπίεση, στις πύλες νοσοκομείων για την ελεύθερη πρόσβαση στην υγεία, στο δρόμο για την αμφισβήτηση της κυρίαρχης πολιτικής. Επιδιώκουμε να μοιραστούμε τις ατομικές και συλλογικές μας εμπειρίες με σκοπό να διερευνήσουμε εκείνα τα κοινά σημεία που θα μπορέσουν να παράξουν αγώνες ικανούς να ικανοποιήσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας.
Η πολιτική καμπάνια «Υγεία χωρίς αποκλεισμούς» στοχεύει – εν μέσω υγειονομικής κρίσης – να αποτελέσει κομμάτι μιας ευρύτερης κίνησης, η οποία εναντιώνεται στην απαξίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών περίθαλψης και την υποτίμηση της εργασίας μας μέσα στις δομές υγείας.
Η διαχείριση της πανδημίας στο μικροσκόπιο
Από οποιαδήποτε θέση κι αν βιώνουμε την πανδημία και τη διαχείρισή της, όλες κι όλοι παρατηρούμε το ίδιο αντικειμενικό γεγονός: το ελληνικό κράτος διαχειρίζεται την υγειονομική αυτή κρίση –σε μεγάλο βαθμό– με όρους δημόσιας τάξης. Βλέπουμε, δηλαδή, ολοένα και περισσότερους περιορισμούς, απαγορεύσεις και ελέγχους, εξοντωτικά πρόστιμα, προσλήψεις μπάτσων και ατελείωτη αστυνομική βία στις πλατείες και τις γειτονιές μας.
Βέβαια, αρκεί να πάρουμε την προσοχή μας από τα ΜΜΕ και τη φρίκη που εμπορεύονται (μια φρίκη καλόπληρωμένη με κρατικό χρήμα) και να εστιάσουμε στην καθημερινή μας εμπειρία, ώστε να ανακαλύψουμε ότι όλοι αυτοί οι μπάτσοι και οι απαγορεύσεις έρχονται και ντύνουν –μεταξύ άλλων– τη γύμνια της δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης. Έτσι, το δημόσιο χρήμα επενδύεται σε ωμή καταστολή, η οποία στέκεται να κοιτάει από ψηλά μια γονατισμένη δευτεροβάθμια περίθαλψη δηλαδή τα νοσοκομεία, ένα δημόσιο σύστημα υγείας καταρρακωμένο από την υποστελέχωση σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό κι από τις ελλείψεις σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Οι πλασματικές επικουρικές προσλήψεις που διατυμπάνισε το κράτος, εν μέσω πανδημίας, είναι απλώς μια τρύπα στο νερό. Αν κοιτάξει κανείς στο εσωτερικό των δημόσιων νοσοκομείων, θα δει ότι ο φόρτος εργασίας για το υγειονομικό προσωπικό είναι ασήκωτος, η ποιότητα της σχέσης υγειονομικού-ασθενή καταλήγει ανεπαρκής, ενώ οι εφημερίες μετράνε έναν γιατρό ανά δεκάδες ασθενών, διατηρώντας σταθερά τρομερές αριθμητικές δυσαναλογίες μεταξύ του υγειονομικού προσωπικού και των χρηστών υγείας. Μέσα σε όλα, τα δημόσια νοσοκομεία έχουν μετατραπεί σε κέντρα αποκλειστικής, σχεδόν, αντιμετώπισης των ασθενών με κορονοϊό, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζονται σε ακραίο βαθμό όλα τα υπόλοιπα είδη παθήσεων και περιστατικών, πολλά εκ των οποίων ιδιαιτέρως σοβαρά.
Φυσικά, ανάλογη μοίρα συνοδεύει και τη πρωτοβάθμια περίθαλψη, όπου οι ήδη υποτιμημένες Το.Μ.Υ. και Κέντρα Υγείας (με έναν ή και κανένα γιατρό ανά ειδικότητα) απαξιώνονται πλέον βαθύτερα μέσα από τη μετατροπή τους σε εμβολιαστικά κέντρα. Δηλαδή, σε μια περίοδο που η δημόσια πρωτοβάθμια φροντίδα θα μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και στην ευρύτερη περίθαλψη του πληθυσμού, στην πραγματικότητα αναστέλλει κάθε άλλη λειτουργία πλην των εμβολιασμών. Γενικώς, παρατηρώντας συνολικά την κατάσταση της δημόσιας περίθαλψης, πριν και κατά την πανδημία, διαμορφώνουμε μια εικόνα όπου ως χρήστριες υγείας ουσιαστικά αποκλειόμαστε από τις υπηρεσίες υγείας και ως υγειονομικοί ζούμε ένα εργασιακό μαρτύριο.
Η υποτίμηση και ο αποκλεισμός απ’ το δημόσιο σύστημα υγείας οδηγεί ουσιαστικά στην έμμεση ενίσχυση της ιδιωτικής υγείας, για όσες τουλάχιστον έχουν την οικονομική δυνατότητα. Οι ατελείωτες ουρές στα επείγοντα περιστατικά, οι πολύμηνες αναμονές στα τακτικά ιατρεία και ο γενικότερος χαρακτήρας εμπόλεμης ζώνης στα δημόσια νοσοκομεία καθιστούν την πρόσβασή μας σε αυτά δύσκολη έως και απαγορευτική. Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν προϊόν κάποιας εγκληματικής αμέλειας των εκάστοτε κυβερνήσεων, αλλά μια διαχρονική στρατηγική υποτίμησης της δημόσιας περίθαλψης και ανατίμησης της ιδιωτικής, όπως αποδεικνύεται, επίσης, και μέσα απ’ τις συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ). Οι συμπράξεις αυτές σηματοδοτούν την ύπαρξη των ιδιωτικών κλινικών μέσα στα δημόσια νοσοκομεία, επιταχύνοντας καταλυτικά την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας φροντίδας. Έτσι, το κράτος παραιτείται απ’ κόστος της περίθαλψής μας και το μετακυλίει στις δικές μας πλάτες, στιςπλάτεςτου κόσμου της εργασίας.
Αποκλεισμούς για όσους και όσες είναι στο περιθώριο
Η κρατική διαχείριση της πανδημίας όχι μόνο διεύρυνε το φάσμα των αποκλεισμών -που προϋπήρχαν- από την υγειονομική περίθαλψη αλλά επιφύλασσε και μια στρατιωτικό-αστυνομική διαχείριση για διαφορές κοινωνικές ομάδες και κυρίως τις μετανάστριες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις κοινότητες των Ρομά και τους φυλακισμένους. Δηλαδή, καθολικός εγκλεισμός, σχεδόν μόνιμο lockdown χωρίς δυνατότητα ελεύθερης κίνησης, συγχρωτισμός σε περιορισμένο χώρο με μηδαμινή ή καθόλου πρόσβαση στη περίθαλψη. Στις χειρότερες των περιπτώσεων, η διαχείριση των «πλεοναζόντων» πληθυσμών γίνεται με στρατιωτικούς όρους, που μπορεί να φτάσει μέχρι το θάνατο.
Φυσικά, οι αποκλεισμοί είναι δομικό στοιχείο του συστήματος υγείας πριν και πέραν της πανδημίας που βιώνουμε. Πολλές φορές, οι αποκλεισμοί δεν είναι μόνο θεσμικοί και καθολικοί αλλά συχνά αποτελούν προϊόν του κοινωνικού ρατσισμού, στιγματισμού, προκατάληψης και σεξουαλικής αποστροφής προς κάθε τι διαφορετικό και έξω από τα κυρίαρχα πρότυπα. Για παράδειγμα, οι πόρτες των νοσοκομείων είναι κλειστές για μετανάστες χωρίς χαρτιά. Για γκέι, τρανς άτομα και χρήστες ουσιών, το αφιλόξενο και συχνά εχθρικό περιβάλλον των δομών υγείας τους αποθαρρύνει από την πρόσβαση σ΄ αυτό. Προφανώς, άτομα με δυσκολία κίνησης και ανάπηροι βιώνουν το δικό τους αποκλεισμό κυρίως λόγω ελλιπούς πρόνοιας. Στο ίδιο μήκος κύματος αποκλείονται από την περίθαλψη διάφορες κοινωνικές ομάδες με χαρακτηριστικά και ευαλωτότητα που ποικίλουν.
Η υγεία μας εν μέσω lockdown
Ένα χρόνο από την έναρξη της πανδημίας από τον Covid-19, το πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου μαζί τους τα ΜΜΕ και διάφορες επιτροπές ειδικών με η χωρίς ιατρικό μανδύα, πασχίζουν να παρουσιάσουν τις γενικές απαγορεύσεις και το μάντρωμα του πληθυσμού ως την μοναδική πρόταση για την «προστασία της δημόσιας υγείας». Πλέον δεν πείθουν. Ο κυνισμός και η υποκρισία της εξουσίας είναι ολοφάνερη. Η επιβολή του lockdown δεν επιβλήθηκε για την προστασία της υγείας μας και αποδεικνύεται μέρα με την μέρα το πόσο αναποτελεσματικό και καταστροφικό, σε υγειονομικό επίπεδο, είναι για τις ζωές μας. Και, φυσικά, η λογική του «άνοιξε-κλείσε» και της επιβολής των απαγορεύσεων δεν έρχεται να αλαφρύνει το βάρος του εγκλεισμού, αλλά καθορίζεται κυρίως από τις ανάγκες της αγοράς.
Κάθε μέρα που περνάει ο «λογαριασμός» που καλούμαστε να πληρώσουμε, μεγαλώνει. Από τον φόρο αίματος των νεκρών από Covid, μέχρι τον παραγκωνισμό ασθενών με άλλη νόσο. Από την εργασία με ελλιπή μέριμνα και μέτρα προστασίας μέχρι την ψυχική κατάρρευση εργαζομένων σε δομές υγείας. Από την αύξηση της ενδοοικογενειακής κακοποίησης και της έμφυλης βίας μέχρι την καταβαράθρωση της ήδη επιβαρυμένης ψυχικής υγείας και την έκρηξη εμφάνισης νέων ψυχολογικών νοσημάτων από τον εγκλεισμό στα σπίτια/φυλακές μας. Από την πλήξη της κοινωνικότητας σε διάφορα επίπεδα με κύριους αποδέκτες όσους βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, κυρίως τους άνεργους, τις φτωχές εργαζόμενες, τους ανήμπορους ηλικιωμένους μέχρι τις αυτοκτονίες. Την ίδια ώρα, το κράτος φροντίζει να μας υπενθυμίζει στις τηλεοράσεις, τα βαγόνια και τους δρόμους με μονότονη επανάληψη τη σημασία της ατομικής ευθύνης προκειμένου να αποποιηθεί τις ευθύνες για την εγκληματική πολιτική που ακολουθεί.
Τι λοιπόν θα θέλαμε εμείς
Παίρνουμε λοιπόν συλλογικές θέσεις μάχης και προσπαθούμε να αλλάξουμε τους συσχετισμούς μαζί με τους όρους ζωής μας. Θέλουμε να αμφισβητήσουμε την κυρίαρχη κρατική υγειονομική διαχείριση και αφήγηση γύρω από την πανδημία και τη μη ύπαρξη εναλλακτική επιλογών πέραν του lockdown και των απαγορεύσεων. Το lockdown, η μετατροπή ενός ολόκληρου συστήματος υγείας σε σύστημα αντιμετώπισης μια νόσου, η μείωση των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και η αποκλειστική χρήση της ως εμβολιαστικά κέντρα είναι μερικά από τα παραδείγματα της κρατικής διαχείρισης που επιβαρύνει το επίπεδο υγείας όλων μας.
Θέλουμε να δυναμώσουμε τους αγώνες, τις αντιστάσεις και τα αιτήματα που ξεπερνούν το συντεχνιακό χαρακτήρα του υγειονομικού προσωπικού. Να συμμετέχουμε σε κινητοποιήσεις με σκοπό τη βελτίωση των όρων εργασίας τους αλλά και των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας προς τις χρήστριες και τους χρήστες. Να στηρίξουμε όσους και όσες απολύθηκαν ή στοχοποιήθηκαν λόγω της δράσης και της αμφισβήτησή τους.
Θέλουμε να απαιτήσουμε την ενδυνάμωση της περίθαλψης στο σύνολό της, είτε αυτό είναι απαραίτητος υλικοτεχνικός εξοπλισμός είτε υγειονομικό προσωπικό προκειμένου να ανταποκριθεί στη πανδημία και στο σύνολο των επιβαρύνσεων υγείας του πληθυσμού. Επιθυμούμε να μπλοκάρουμε την διαφαινόμενη -περαιτέρω- ιδιωτικοποίηση του δημοσίου συστήματος υγείας και τον εξαναγκασμό της απεύθυνσης σε ιδιωτικά μαγαζιά της υγείας ακόμα και για τις πιο βασικές μας ιατρικές ανάγκες. Να βάλουμε πλάτη για πραγματικά ισότιμη και δωρεάν πρόσβαση στη δημόσια περίθαλψη για όλες και όλους, με ή χωρίς χαρτιά, ανεξαρτήτου φυλής, ταυτότητας φύλου, σεξουαλικότητας και οποιονδήποτε άλλων διαχωρισμών.
Θέλουμε να περιγράψουμε και να διεκδικήσουμε ένα διαφορετικό μοντέλο περίθαλψης ικανοποίησης αναγκών χωρίς αποκλεισμούς, φακελάκια, φαρμακευτικές μπίζνες που κατευθύνουν ιατρικό περιεχόμενο και θεραπείες αλλά και με ταυτόχρονο κοινωνικό έλεγχο. Δηλαδή, κοινές συνελεύσεις χρηστών και εργαζομένων πάνω στη μορφή και το χαρακτήρα της περίθαλψης που λαμβάνουμε. Η συστηματική μας επικοινωνία και από κοινού συζήτηση αποτελεί ένα πρώτο βήμα γνωριμίας με το σώμα και το αντικείμενο της θεραπείας μας, με την ιατρική γνώση και τους όρους με τους οποίους αυτή παράγεται και εφαρμόζεται.
Δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι στο υπάρχον πλαίσιο οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων που κωδικοποιείται ως καπιταλισμός θα μπορούσαν να αλλάξουν ριζικά οι συνθήκες που παράγεται και παρέχεται η ιατρική και η περίθαλψη, χωρίς την ύπαρξη ενός κινήματος ικανού να επιβάλει τις απαιτήσεις του και να αμφισβητήσει το παραπάνω κυρίαρχο μοντέλο. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να σχηματοποιηθεί χωρίς την ύπαρξη αγώνων και διεκδικήσεων πάνω σε πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες. Η αμφισβήτηση και η ριζοσπαστικότητα είναι κάτι που παράγεται μέσα στον αγώνα και όχι έξω από αυτόν. Οι διεκδικήσεις και τα αιτήματα είναι ένας τρόπος βελτίωσης ή/και διατήρησης των όρων ζωής μας, ένας τρόπος διεύρυνσης του αγώνα σε όλα τα πεδία. Αυτό επιδιώκουμε μέσα από αυτή τη καμπάνια χρηστών και υγειονομικών, να ξεπεράσουμε τους μεταξύ μας διαχωρισμούς, να συζητήσουμε πάνω στις κοινές εμπειρίες και άγχη, να ψηλαφίσουμε το περιεχόμενο της υγείας που θέλουμε και να αλλάξουμε τους όρους που αυτή παρέχεται. Να βρούμε πρακτικούς τρόπους ικανοποίησης των αναγκών μας.
Να μην αφήσουμε την υγεία μας στα χέρια τους!