Λέρος ένα ιστορικό που ξεκινάει από πολύ παλιά, από την Ιταλική κατοχή των Δωδεκανήσων (1912 – 1943) όπου ο τόπος κέντρισε το ενδιαφέρον των Ιταλικών δυνάμεων και εγκαταστάθηκε εκεί η βάση του Ιταλικού Ναυτικού.
Το 1947 ιδρύονται οι “βασιλικές τεχνικές σχολές” για την αναμόρφωση ανταρτών και ανταρτοπαίδων στο χώρο των εγκατελειμένων ιταλικών στρατώνων.
Αργότερα το 1957 ιδρύεται “αποικία ψυχοπαθών Λέρου” όπου από τα ψυχιατρεία όλης της Ελλάδας και ιδιαίτερα του Δαφνιού, του ψυχιατρείου Θεσσαλονίκης και του Δρομοκαϊτειου έστελναν με τα “Πλοία των Τρελών” χιλιάδες έγκλειστους ως “αθεράπευτους και αζήτητους”. Ολους τους κοινωνικά ανεπιθύμητους, τους επικίνδυνους για την δημόσια τάξη όπως όριζαν τα κατασταλτικά πλαίσια, τους αποκλείνοντες από τις κοινωνικές νόρμες. “Οι αλήται και οι φρενοβλαβείς” όπως είχαν πει για τους έγκλειστους του Δαφνιού τις δεκαετίες του 20 και του 30. Το 1961 ιδρύεται το ίδρυμα απροσάρμοστων παίδων (ΠΙΚΠΑ).
Το 1967 έως το 1974 στο Λακκί και στο Παρθένι ιδρύεται στρατόπεδο συγκέντρωσης για τους πολιτικούς κρατούμενους από την δικτατορία οι οποίοι έμεναν μαζί με τους ασθενείς. Έτσι φτάσαμε στο 1971 όπου το Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου είχε 2.750 ασθενείς με διαγνώσεις σχιζοφρένειας και νοητικής στέρησης. Οι χρόνιοι, ανίατοι και επικίνδυνοι αυτοί που για το σύστημα ήταν “ζωές χωρίς αξία” και όπως είχε πει μία υπουργός υγείας του ΠΑΣΟΚ κατά την δεκαετία του 1980 “Περιμένουμε να τους πάρει ο καλός Θεούλης“.
Κατά την δεκαετία του ‘80 πραγματοποιούνται κινήσεις και παίρνονται πρωτοβουλίες ενάντια στη συνθήκη εγκλεισμού σε φυλακές και ψυχιατρεία. Οι κινήσεις αυτές σε συνδιασμό με τον διεθνή διασυρμό είχαν ως αποτέλεσμα το ζήτημα της Λέρου να πάρει διεθνείς διαστάσεις. Το 1989 μετά από πρωτοβουλία “ομάδας γιατρών της Λέρου” και όχι μόνο με πρωτοσέλιδο στον Observer αλλά και στο Spiegel βγαίνει στην επιφάνεια το κολαστήριο. Η ΕΟΚ άρχισε να χρηματοδοτεί προγράμματα αποασυλοποίησης.
Το 1990 ξεκινάει το ευρωπαϊκό πρόγραμμα “ΛΕΡΟΣ Ι” που προέβλεπε μεταφορές ασθενών σε οικοτροφεία σε διάφορα μέρη της Ελλάδας μέσω ομάδων ΜΚΟ και το “ΛΕΡΟΣ ΙΙ” που προέβλεπε τον αποϊδρυματισμό του ψυχιατρείου ως διαρκή διαδικασία.
Ο συγγραφέας ως επιστημονικά υπεύθυνος του προγράμματος για τα χρόνια 1991 – 1995 περιγράφει στο βιβλίο του την εμπειρία αυτή, καταρρίπτοντας τις έννοιες της χρονιότητας και του ανίατου. Αναλύοντας τη σχέση ανικανότητας και χρονιότητας στην παραδοσιακή κλινική ψυχιατρική γράφει στην σελ. 219 του βιβλίου {Οι σύγχρονες πρακτικές της αποκατάστασης έχουν δείξει ότι ανάμεσα στη χρονιότητα και στην ανικανότητα υπάρχει μία αμφίδρομη σχέση: η ενίσχυση των δεξιοτήτων (abilitation) σημαίνει μείωση της εξάρτησης, ενώ αντίθετα κάθε ενίσχυση της εξάρτησης μειώνει την ικανότητα για αυτόνομη ζωή. Μ’ αυτή την έννοια, η προαγωγή της ικανότητας (των δεξιοτήτων) έχει θεραπευτική αξία, γιατί παράγει υπαρξιακή αυτονομία. Αντίθετα, ό,τι παράγει και διατηρεί την ανικανότητα και την εξάρτηση καταλήγει να παράγει χρονιότητα}.
Αυτό λοιπόν που όλοι πίστευαν σαν Αδύνατο να αλλάξει στο ψυχιατρείο της Λέρου, άρχισε να γίνεται Δυνατό. Στην προσπάθεια η οποία είχε ξεκινήσει από το 1989 με τις επισκέψεις ομάδων νοσηλευτών του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης συμμετείχαν επαγγελματίες ψυχικής υγείας και από άλλες χώρες της Ευρώπης (Ιταλία, Ολλανδία), την Ελλάδα, φοιτητές, αλληλέγγυοι και κάτοικοι του νησιού.
Δούλεψαν συλλογικά. Αυτές οι γκρίζες φιγούρες που δεν μιλούσαν και δεν ήξεραν καν το όνομά τους, οι ομοιόμορφες και σκυφτές, που δεν είχαν καμιά ελπίδα παρά μόνο το φόβο ζωγραφισμένο με τα πιο μελανά χρώματα στο πρόσωπό τους, άρχισαν να μεταμορφώνονται. Αναφέρει ο συγγραφέας στη σελ.233 του βιβλίου {Η αλλαγή στη σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και στο περιβάλλον, ως αλλαγή, επίσης, στις κατεστημένες σχέσεις εξουσίας, είχε τον αποκαταστασιακό/θεραπευτικό χαρακτήρα, το δυναμικό της αλλαγής, αυτό που επέτρεψε την ανάδυση του έγκλειστου ανθρώπου, από μια πραγμοποιημένη κατάσταση, σε υποκείμενο ενός γίγνεσθαι, σε ενεργό υποκείμενο μετασχηματισμού }.
Στο πλαίσιο του εγχειρήματος δημιουργήθηκαν ξενώνες, συνεταιριστική επιχείρηση, οι ασθενείς βγήκαν έξω από το ίδρυμα βρέθηκαν με την κοινότητα, δημιούργησαν σχέσεις, πήγαν στο καφενείο, έκαναν βόλτες και μπάνιο, διασκέδαζαν σε beach party μαζί με τους κατοίκους και τους νοσηλευτές. Δημιούργησαν αγροτικό συνεταιρισμό, καλλιτεχνικό εργαστήρι ζωγραφικής, πηλού και κεραμεικής, θεατρική ομάδα, αθλητική ομάδα. Επικοινώνησαν με τον κόσμο, βρήκαν τη χαρά και ένα ρόλο στην κοινότητα. Αρχισαν να παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους. Ηταν ένα στοίχημα για την χειραφέτηση των τρελών που κερδήθηκε απέναντι στην κύρια προκατάληψη ότι οι έγκλειστοι ηταν απελπισμένες ανίατες περιπτώσεις για τις οποίες δεν υπήρχε επάνοδος στην κοινωνική ζωή.
Μετά το 1995 όταν έκλεισαν τα περίπτερα των γυμνών, κόπασε ο διεθνής θόρυβος και σταμάτησε βίαια και αυθαίρετα εκ των άνω η χρηματοδότηση του εγχειρήματος.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 το υπουργείο Υγείας στο όνομα της Ψυχιατρικής μεταρρύθμισης και στα πλαίσια του προγράμματος “Ψυχαργώς” κλείνει 4 από τα 8 δημόσια ψυχιατρεία τα οποία αντικαταστάθηκαν από μικρές ιδρυματικές δομές. Η διείσδυση του ιδιωτικού τομέα με την χρηματοδότηση των ΜΚΟ οι οποίες έγιναν κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις επιβλήθηκαν από τις επιβαλλόμενες μνημονιακές πολιτικές.
Ερχόμαστε στις μέρες των μνημονίων, των προσφύγων από τις εμπόλεμες ζώνες, των θαλασσοπνιγμένων του Αιγαίου και της Μεσογείου που το κράτος πάλι ξαναστείνει στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες. Σήμερα όπως λέει ο συγγραφέας στη σελ. 294 {η σύγχρονη “Λέρος” είναι οι δρόμοι και οι γειτονιές της Αθήνας (και παντού αλλού), είναι η πόλη των μόνων και αβοήθητων, η συνθήκη όχι απλώς των εμφανών, αλλά των πολύ περισσότερων “αφανών” αστέγων}. Μαθαίνοντας από το εγχείρημα της Λέρου, είναι στο χέρι μας να αντιδρούμε ενάντια στις κυρίαρχες λογικές που κάθε “διαφορετικό” το απορρίπτουν και το στοχοποιούν και να διεκδικούμε και να προτάσουμε το συλλογικό σαν την μόνη διέξοδο σε ένα παρόν ασφυκτικό, αβάσταχτο και εξοντωτικό αναδεικνύοντας πάντα την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης.