Σάββατο 19 Μαρτίου 2016, 7μμ
στην κατάληψη πρώην ΠΙΚΠΑ, Τιμοδήμου και Αντωνιάδου, Ά. Πετράλωνα
Τα τελευταία χρόνια έχουμε υποφέρει τα πάνδεινα και έρχεται σήμερα το καπιταλιστικό κράτος να μας επιβεβαιώσει ότι θα συνεχίσουμε να υποφέρουμε. Η ψήφιση του 3ου Μνημονίου και τα μέτρα που σχεδιάζουν να εφαρμόσουν κράτος και κεφάλαιο δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Νέα μέτρα θα παρθούν που θα εντείνουν την εξαθλίωσή μας: μειώσεις μισθών και συντάξεων, περικοπές στις δαπάνες υγείας και εκπαίδευσης, ανύπαρκτα επιδόματα ανεργίας, αύξηση της άμεσης φορολόγησης των κατοικιών μας, αύξηση έμμεσης φορολόγησης στα τρόφιμα, εστίαση και μέσα μεταφοράς. Μαζί με όλα αυτά τα μέτρα, «επιστρέφουν» οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί των σπιτιών των μικρών νοικοκυριών είτε λόγω της αδυναμίας αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων είτε λόγω των χρεών προς την εφορία ή τα ασφαλιστικά ταμεία.Πριν όμως δούμε πώς φθάσαμε ως εδώ, πρέπει να μιλήσουμε για το τι σημαίνει κατοικία. Το να έχει κάθε άνθρωπος ένα μέρος να μένει και το οποίο να καλύπτει τις ανάγκες του, δηλαδή ένα κανονικό σπίτι και όχι μια παράγκα ή ένα παγκάκι, δεν αποτελεί πολυτέλεια αλλά θα έπρεπε να είναι η πραγματικότητα για τον κάθε ένα. Τη στιγμή μάλιστα που υπάρχουν εκατοντάδες άδεια ή εγκαταλελειμμένα σπίτια είναι τραγικό να υπάρχει έστω και ένας άστεγος ή κάποιος που κατοικεί σε παράπηγμα. Το νερό, η τροφή, τα ρούχα, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη όπως και το σπίτι είναι και θα έπρεπε να είναι αυτονόητα και διασφαλισμένα από την κάθε κοινότητα για κάθε άνθρωπο. Για αυτό θα πρέπει να διεκδικηθούν και ως τέτοια σε κάθε γειτονιά.
Τι ήταν όμως αυτό που μας έκανε να ξεχάσουμε τα αυτονόητα και μας οδήγησε στα σημερινά οικονομικά «αδιέξοδα», την απομόνωση, την αποξένωση και εντέλει τον καθένα μόνο του και άρα και αδύναμο απέναντι στους διάφορους μηχανισμούς που επιδιώκουν την εξαθλίωσή μας; Στο προ κρίσης διάστημα, η ιδιοκτησία του σπιτιού συνδέθηκε άμεσα με την οικονομική ανάπτυξη. Η ζήτηση για στέγη υπήρξε χρόνια η κινητήρια δύναμη του κατασκευαστικού κλάδου που τροφοδότησε τους θετικούς ρυθμούς του ΑΕΠ. Προς αυτή την κατεύθυνση, συνέβαλαν οι τράπεζες παρέχοντας πιστώσεις με τη μορφή στεγαστικών δανείων (με λεφτά που δεν είχαν, με μόνο σκοπό να αυξήσουν το ενεργητικό τους), βάζοντας τις προϋποθέσεις για ένα κύκλο κερδοφορίας του κατασκευαστικού και τραπεζικού κεφαλαίου. Παράλληλα, η κινητήριος ρήση που εξοικείωσε ολόκληρες γενιές με τη κουλτούρα της ιδιοκτησίας και της εμπορευματοποίησης της ανάγκης για στέγη «να φύγουμε από το νοίκι», «να ξενοιάσουμε», «να μη μας κουνάει κανείς» συνέβαλε στο να συνδεθεί η κερδοσκοπία με την ανάγκη για στέγη. Έτσι η αγορά των στεγαστικών δανείων διογκώθηκε υπέρμετρα. Επιπλέον, τα δάνεια ήταν ένας ακόμα τρόπος ενσωμάτωσης του κόσμου της εργασίας στο καπιταλιστικό μοντέλο. Ήρθαν λοιπόν τα δάνεια να καλύψουν τους ανεπαρκείς μισθούς που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κοινωνικές αντιδράσεις. Η ψευδαίσθηση της οικονομικής άνεσης και της ιδιοκτησίας σε συνδυασμό με τις ψεύτικες ελπίδες για γρήγορο πλουτισμό και κοινωνική ανέλιξη που απλόχερα μοίρασαν οι κυρίαρχοι, μέσω του χρηματιστηρίου, του «εθνικού στοιχήματος» των ολυμπιακών αγώνων (το οποίο πάτησε στα πτώματα και στη εκμετάλλευση των εργατών στα κάτεργα των ολυμπιακών έργων) και του πλαστικού χρήματος (που «χάριζαν» οι τράπεζες) οδήγησε σε έναν άλλο τρόπο ζωής. Επικράτησαν το lifestyle, ο ατομικισμός και το κυνήγι του πλούτου.
Η ψευδαίσθηση της οικονομικής ευμάρειας, είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί να μη συνειδητοποιούν πως η περίοδος δανεισμού ταυτίζεται με μία περίοδο οικονομικού ζυγού, ενώ ελάχιστοι ήταν αυτοί που αντιλήφθηκαν πως το σπίτι που αποκτήθηκε με στεγαστικό δάνειο ουσιαστικά ανήκε στη τράπεζα καθώς είχε υποθηκευτεί για την εξασφάλιση του δανείου. Η επελθούσα οικονομική κρίση μειώνοντας δραστικά τους μισθούς οδήγησε στην αδυναμία αποπληρωμής των στεγαστικών (και όχι μόνο) δανείων και στον χαρακτηρισμό τους ως «κόκκινα δάνεια». Τρόικα και τραπεζίτες εποφθαλμιούν σπίτια και ακίνητα, στην προσπάθειά τους ν’ αντιμετωπίσουν την εκρηκτική αύξηση των «κόκκινων δανείων», που σημαίνει επί της ουσίας χρεοκοπία των τραπεζών. Άλλωστε, η διόγκωση των κόκκινων δανείων και το σκάσιμο της φούσκας της υπερτιμημένης αγοράς ακινήτων οδήγησε στη χρηματοπιστωτική κρίση και στην ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Είναι αυτή η ανακεφαλαιοποίηση που διόγκωσε το δημόσιο χρέος που καλούμαστε όλοι εμείς καθώς και οι επόμενες γενιές να το πληρώσουμε. Τα κερδοσκοπικά τραπεζικά προϊόντα (δάνεια πέρα από κάθε όριο σε σχέση με τα κεφάλαια των τραπεζών, -η λεγόμενη «μόχλευση»-, παράγωγα κ.λπ.) είναι υπερπολλαπλάσια του παγκόσμιου ΑΕΠ. Για να μην σκάσει αυτή η «φούσκα», οι τράπεζες μειώνουν τις χορηγήσεις νέων δανείων, ενώ προσπαθούν να έχουν σίγουρα έσοδα σ’ αντιστάθμισμα όσων έχουν ήδη δώσει – ή αλλιώς, αντίκρισμα σε ακίνητα! Αυτή η βίαιη «απομόχλευση» σημαίνει λοιπόν απαλλοτρίωση της ακίνητης περιουσίας των από τα κάτω. Τα σπίτια των μικρών νοικοκυριών θα βγουν στο σφυρί. Η διεθνής εμπειρία είναι επίσης αποκαλυπτική: στις ΗΠΑ, από το 2007 πάνω από 7 εκ. έχουν χάσει τα σπίτια τους, ενώ στην Ισπανία πάνω από 400.000.
Άλλωστε, οι τράπεζες ήδη πουλάνε τα δάνειά τους σε distress funds (εταιρείες που αγοράζουν «κόκκινα δάνεια» σε μειωμένη τιμή), ώστε να εισπράξουν απ’ αυτά ό,τι περισσότερο μπορούν. Αυτά δε τα funds θα πέσουν πάνω στους οφειλέτες σαν γύπες στα ψοφίμια. Σε μία πρώτη φάση θα προσπαθήσουν με την απειλή του πλειστηριασμού να ασκήσουν πίεση σε όλους τους δανειολήπτες, για να δώσουν και το τελευταίο «κομπόδεμα» που έχουν κρατήσει εντός ή εκτός τραπεζικών λογαριασμών. Το ξεκαθάρισμα των «κόκκινων δανείων», θα δώσει επιπλέον τη δυνατότητα στις τράπεζες να μαζέψουν απ’αυτά περίπου 30–35 δισ. με στόχο αυτό το «αόρατο» στις τράπεζες «κομπόδεμα». Παράλληλα, υπάρχουν ενδείξεις ότι οργανώνεται η εγκατάλειψη της αγοράς στεγαστικών με την ταυτόχρονη επέκταση της αγοράς ενοικίων. Για το λόγο αυτό, ο μεταπολεμικός φτωχός που έγινε ιδιοκτήτης, θα μετατραπεί τώρα σε νοικάρη για χάρη ενός νέου κύκλου καπιταλιστικής κερδοφορίας. Θα έχει προσφέρει για χρόνια το αντίτιμο της εργασίας του για να δημιουργήσει ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο κατοικιών για λογαριασμό του κεφαλαίου, που δε θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει το ίδιο, με οποιοδήποτε οικιστικό σχέδιο και αν είχε εκπονήσει. Η εκάστοτε κυβέρνηση θέλει να νιώθει ένοχος όποιος έχει ένα σπίτι, για να μετατρέψει την ακίνητη περιουσία των από τα κάτω από «ανεκμετάλλευτο πλούτο» σε «ενεργητικό» των τραπεζών, για να τις σώσει απ’ την χρεοκοπία! Άλλωστε, το ελληνικό δημόσιο προχωράει το ίδιο σε κατασχέσεις σπιτιών για χρέη, στρώνοντας έτσι το δρόμο και για τις τράπεζες.
Είμαστε σε πόλεμο. Οι τράπεζες σε αγαστή συνεργασία με το κράτος απαλλοτριώνουν βίαια τα σπίτια μας, μ’ έναν μόνιμο φορολογικό εκβιασμό, με τους νόμους τους, τα δικαστήριά τους και τα ΜΑΤ που στέκουν από πίσω…
Αυτός ο πόλεμος δεν αντιμετωπίζεται ούτε με τη λογική «ας πληρώσουμε, τι να κάνουμε», ούτε κυρίως με δικηγόρους και νομικές αυταπάτες. Το δικαίωμα στη στέγη πρέπει να το επιβάλλουμε με τον αγώνα μας. Μ’ ένα μαζικό κίνημα ενάντια σε πλειστηριασμούς, κατασχέσεις και εξώσεις που θα οργανώσει συλλογικά τη βοήθεια σ’ όποιον χτυπιέται, θα είναι παρόν στα δικαστήρια, αλλά κυρίως στις γειτονιές, στο πλευρό καθενός και καθεμίας που απειλείται να ξεσπιτωθεί και στους δρόμους με διαδηλώσεις και καταλήψεις των άδειων σπιτιών. Να αγωνιστούμε αποφασιστικά σε κάθε γειτονιά για να εμποδίσουμε να κατασχέσουν τις ζωές μας!
Τίποτα δεν θα μας χαριστεί, ούτε και οι κυρίαρχοι θα παραιτηθούν από τα προνόμιά τους, ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος. Όμως τίποτα δεν μπορεί να ξαναφέρει τα πράγματα σε μια κατάσταση προ κρίσης όπου η ζωή φαινόταν, έστω και πρόσκαιρα «εύκολη». Ο καπιταλισμός κινείται προς ένα μοντέλο ολοκληρωτικό και η εξαθλίωση και η πλήρης υποταγή μας αποτελεί προϋπόθεση για την διαιώνιση του συστήματος. Όσο δύσκολη και αμετάβλητη και αν φαίνεται η κατάσταση, είναι στο χέρι μας να την αλλάξουμε. Αρκεί να βάλουμε στην άκρη την απογοήτευση, να πιστέψουμε στις δικές μας δυνάμεις, να κάνουμε πέρα κάθε αίσθημα παραίτησης και να σταθούμε όρθιοι και ο ένας δίπλα στον άλλο. Οι καταπιεσμένοι και εκμεταλλευόμενοι αποτελούμε τη πλειοψηφία της κοινωνίας και από εμάς εξαρτάται αν θα συναινέσουμε στο κοινωνικό οδοστρωτήρα του καπιταλισμού ή θα προσπαθήσουμε να τον ανατρέψουμε. Ο μόνος δρόμος για όλους εμάς είναι ο αγώνας και το χτίσιμο από την αρχή ενός κόσμου όπου δεν θα υπάρχει καταπίεση και εκμετάλλευση, που θα βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Αυτό δεν είναι μια ουτοπία που πρέπει να κυνηγήσουμε ως άλλοι δον Κιχώτες, αλλά η μόνη βιώσιμη λύση που πρέπει να αρχίσουμε να δομούμε (ταυτόχρονα με τον αγώνα ενάντια σε όσους επιβουλεύονται τη ζωή μας) εδώ και τώρα στις γειτονιές μας.